- διασφαγή
- -ῆς ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Neh 4,1breach, gap; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διασφαγή — διασφαγή, η (AM) 1. χάσμα, άνοιγμα, ρήγμα 2. διασφάξ* αρχ. υδατοφράκτης … Dictionary of Greek
διασφαγῇ — διασφαγή gap fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγαῖς — διασφαγή gap fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγαί — διασφαγή gap fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγῆς — διασφαγή gap fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγήν — διασφαγή gap fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγῶν — διασφαγή gap fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασφαγάς — διασφαγά̱ς , διασφαγή gap fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)